Close

Destination

Ο δρόμος μας, μας ξαναέφερε στα ξακουστά Τζουμέρκα, όπου συνεχίσαμε το ταξίδι μας σε δύο πανέμορφα παραδοσιακά χωριά, πραγματικό στολίδι της Ηπείρου: Το Συρράκο και οι Καλλαρύτες! Περιηγηθήκαμε στα στενά τους, ενώ πεζοπορήσαμε στο παλιό μονοπάτι που συνέδεε τα δύο χωριά, μέσω ενός πανέμορφου φαραγγιού!

 

 

Λίγα λόγια για το Συρράκο:

Το Συρράκο είναι ιστορικό αρχοντοχώρι της Ηπείρου. Βρίσκεται 52 χλμ. νοτιοανατολικά των Ιωαννίνων, στο όρος Περιστέρι, σε υψόμετρο 1200μ.Το πιο πιθανό είναι ότι ο πρώτος οικισμός δημιουργήθηκε τον 15ο αιώνα. Γύρω στο 1480 το Συρράκο μαζί με τα υπόλοιπα ορεινά χωριά της περιοχής υποτάχτηκε στους Τούρκους, αφού όμως πρώτα εξασφάλισε μια προνομιακή φορολογική μεταχείριση και ένα είδος αυτονομίας. Το προνομιακό αυτό καθεστώς οδήγησε σταδιακά το χωριό στην ανάπτυξη και την ευημερία. Πολλοί κάτοικοι των πεδινών κυρίως περιοχών, για να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες και καταπιέσεις των Τούρκων, άρχισαν να καταφεύγουν στο ορεινό και δυσπρόσιτο Συρράκο. Έτσι στα τέλη του 18ου αιώνα ο πληθυσμός του έφτασε τους 4000 κατοίκους. Τα δεκάδες χιλιάδες πρόβατα που έβοσκαν στις πλαγιές της Πίνδου αποτελούσαν αρχικά τη βάση της οικονομίας του χωριού. Στα κτηνοτροφικά προϊόντα στηρίχτηκε αργότερα η βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων και το εμπόριο. Από το 1750 και μετά οι Συρρακιώτες έμποροι κατέκλυσαν τις αγορές της Ευρώπης και δημιούργησαν ένα ευρύ εμπορικό δίκτυο, που απλωνόταν από την Ισπανία μέχρι τη Ρωσία. Η προφορική παράδοση διασώζει ότι ο Μέγας Ναπολέων εφοδίασε το στρατό του με συρρακιώτικες κάπες, πριν την εκστρατεία στη Ρωσία. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές της Ηπείρου William Martin Leake και François Charles Hugues Laurent Pouqueville στις αρχές του 19ου αιώνα έμειναν έκπληκτοι, γιατί οι Συρρακιώτες και Καλαρρυτινοί έμποροι μιλούσαν πολλές ξένες γλώσσες και είχαν στα σπίτια τους γαλλικές και ιταλικές εφημερίδες.
Παρά την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη, το Συρράκο δε σταμάτησε ποτέ τους αγώνες για την ελευθερία. Στην επανάσταση του 1821 το Συρράκο και οι κοντινοί Καλαρρύτες ήταν από τις λίγες περιοχές της Ηπείρου που τόλμησαν να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων. Η επανάσταση όμως απέτυχε και οι δύο πλούσιες κωμοπόλεις, αφού λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Σε λίγα χρόνια όμως αρκετοί γύρισαν και ξανάχτισαν τα καμένα σπίτια τους. Τα δίκτυα παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων σιγά-σιγά αποκαταστάθηκαν και το χωριό μπήκε πάλι σε τροχιά ανάπτυξης. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα ο πληθυσμός της κωμόπολης, παρά τις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις των Τούρκων, έφτασε τους 3500 κατοίκους. Στις 23 Νοεμβρίου του 1912 το Συρράκο απελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Δύο νέοι εχθροί όμως εμφανίστηκαν απειλητικά στον ορίζοντα και έδωσαν φονικά χτυπήματα στην οικονομία του: Η βιομηχανική επανάσταση στο εξωτερικό και οι απαλλοτριώσεις στην Ελλάδα. Με τη βιομηχανική παραγωγή ήδη από το 19ο αιώνα στις αγορές της Ευρώπης ο μουσαμάς και τα αδιάβροχα αντικατέστησαν τις περίφημες μάλλινες συρρακιώτικες κάπες. Η βιοτεχνία γνωρίζει μεγάλη κρίση και οι έμποροι εγκαταλείπουν το Συρράκο. Πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται μόνιμα σε πεδινές περιοχές και κυρίως στην Πρέβεζα, που με το λιμάνι της ήταν τότε το σημαντικότερο εισαγωγικό και εξαγωγικό κέντρο της Ηπείρου.
Το βλάχικο εμποροβιοτεχνικό δαιμόνιο που γεννήθηκε στα ορεινά αξιοποιήθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο στα πεδινά. Οι Συρρακιώτες έμποροι κατοικούσαν στην κεντρική αγορά και την παραλία της Πρέβεζας και είχαν στα χέρια τους το τυρεμπόριο της περιοχής, ένα μεγάλο μέρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου του λιμανιού καθώς και χάνια, ελαιοτριβεία και σαπουναριά. Πετυχημένοι έμποροι που δημιούργησαν μεγάλες περιουσίες, αλλά που ποτέ δεν ξέχασαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Συρράκο.

 

 

Μετά την παρακμή του εμπορίου του Συρράκου ακολουθεί μεγάλη κρίση και στον τομέα της κτηνοτροφίας. Με τις απαλλοτριώσεις των μεγάλων κτημάτων γύρω στα 1924-1925 για την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής τα παλιά χειμωνιάτικα βοσκοτόπια περιορίστηκαν σημαντικά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αναγκαστική μετακίνηση των κτηνοτρόφων στα Γιάννινα, στον κάμπο της Άρτας , στο Άκτιο και στον Ελαιώνα της Πρέβεζας. Πολλοί από αυτούς τότε λόγω ελλείψεως βοσκοτόπων αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα πρόβατα και να εργαστούν ως τυροκόμοι, πλανόδιοι μικροπωλητές, αγωγιάτες, εργάτες, καραγωγείς και αργότερα στην Πρέβεζα ως ντοματοκαλλιεργητές. Έτσι το Συρράκο σταδιακά, ιδίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ερημώθηκε και κατάντησε φάντασμα του ενδόξου παρελθόντος. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως άρχισε μια περίοδος ανοικοδόμησης του χωριού. Η αγάπη των Συρρακιωτών για την πατρογονική τους εστία είχε σαν αποτέλεσμα την κατασκευή 100 περίπου νέων σπιτιών και την επισκευή πολλών άλλων. Οι προοπτικές βέβαια σήμερα για επιστροφή των κατοίκων και μόνιμη κατοίκηση στο χωριό δεν είναι ευοίωνες. Το Συρράκο όμως με την εκπληκτική αρχιτεκτονική του, τις θαυμάσιες φυσικές ομορφιές του, τα αξιοθέατα του και τη βελτίωση του οδικού δικτύου μπορεί να αξιοποιηθεί τουριστικά με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον ώστε να επανακτήσει ένα μέρος της αίγλης και της ακμής του παρελθόντος (Πηγή: «Συρράκο ένα ταξίδι στην παράδοση» του ΙΩΣΗΦ Ε. ΖΙΩΓΑ)

Τι να δεις: Από τα γραφικότερα σημεία του χωριού τα πέτρινα αρχοντικά και στενά καλντερίμια, πολλές βρύσες, πηγές και νερόμυλοι, δύο τοξοτά γεφύρια στην είσοδο, οι Ι.Ν. Αγ. Νικολάου και Αγ. Αποστόλων, τα λαογραφικά μουσεία Κ. Αυδίκου και Κ. Κρυστάλλη. Το σπίτι δε του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894), γνωστού και ως «τραγουδιστή του χωριού και της στάνης», στο Συρράκο έχει διαμορφωθεί σε μουσείο λαογραφικής τέχνης. Εκτίθενται παραδοσιακά αντικείμενα εξαιρετικού ενδιαφέροντος για την αγροτική κουλτούρα και την καθημερινή ζωής της περιοχής, όπως εργαλεία επεξεργασίας ξύλου και μαλλιού προβάτων, δημιουργίας τυριού, διάφορα σκεύη για μαγείρεμα και ψήσιμο ψωμιού και πολλά άλλα χρηστικά αντικείμενα και παραδοσιακές φορεσιές με υφαντά.
Ένα ακόμα τοπόσημο αποτελεί ο νερόμυλος που βρίσκεται στη είσοδο του Συρράκου και είναι ένας από τους τρεις παραδοσιακούς νερόμυλους που υπήρχαν στο χωριό. Είναι πρόσφατα αναστηλωμένος, ύστερα από φθορές που είχε υποστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και εύκολα προσβάσιμος από το λιθόστρωτο μονοπάτι. Ωστόσο όταν τον επισκεφθήκαμε εμείς, παρουσίαζε εκ νέου σημάδια εγκατάλειψης και βανδαλισμού.

Λίγα λόγια για τους Καλαρρύτες:

Οι Καλαρρύτες βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο, σε υψόμετρο 1200 μ. Εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή του Λάκμου των Τζουμέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (Λάκμος) 2295 μ. και των Τζουμέρκων (Αθαμανικά όρη) 2429 μ. Οι Καλαρρύτες είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1200 μ. Απέναντι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η πλαγιά που ονομάζεται Πουλιάνα. Αν το βλέμμα στραφεί προς τα νότια, θα δει τα βουνά των Τζουμέρκων μέχρι το χωριό Πράμαντα.

 


Δύο είναι οι λόγοι μόνιμης εγκατάστασης των ελληνόφωνων Βλάχων στα ορεινά της Πίνδου. Πρώτον, τα περάσματα, δηλαδή οι δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας (Άρτας, Ιωαννίνων) αλλά και Ακαρνανία. Δεύτερον, τα εκτεταμένα βοσκοτόπια για την ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία. Μετά την πρώτη ημιμόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στους Καλαρρύτες ο πληθυσμός αυξάνεται με βλαχόφωνους που καταφεύγουν εκεί για να διασωθούν από την τουρκική καταδίωξη, από πολλές περιοχές της Ηπείρου και από τη Θεσσαλία. Ως τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204 – 1430) αλλά και αργότερα, παρά την υποταγή των Ιωαννίνων στους Τούρκους το 1430, οι Καλαρρύτες θα παραμείνουν ως ανεξάρτητος πυρήνας μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως το 1478.

Αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλομήτορος) τους χορηγούνταν προνόμια, όπως αυτοδιοίκηση και ετήσια μερική φοροαπαλλαγή. Τον 18ο και 19ο αιώνα, οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη από τα μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (1750 – 1821). Τα προνόμια εξασφαλίζουν στους κατοίκους ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και εμπορικών συναλλαγών, που συμβάλλουν στην πύκνωση του πληθυσμού, με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές. Η ανάπτυξη του εμπορίου έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τον William Martin Leake, την εγκατάλειψη της καλλιέργειας της γης και την εισαγωγή ειδών διατροφής από την Άρτα, τα Τρίκαλα και τα Ιωάννινα.
Οι Καλαρρυτινοί επιδίδονται στην επεξεργασία των πρώτων υλών που προέρχονται από την κτηνοτροφία και ασχολούνται με την εριουργία, η οποία με τον καιρό αναπτύσσεται σε σημαντική βιοτεχνική παραγωγή μάλλινων ειδών. Μεταξύ αυτών είναι και το μάλλινο ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται οι γνωστές κάπες, ποιμενικές και ναυτικές, οι οποίες αποτελούν ένα εμπορικό είδος που γίνεται ευρύτατα εξαγώγιμο, όταν ανοίγει η αγορά για τους ναυτικούς και χρησιμοποιούνται σε όλη τη μεσόγειο (Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία, Γαλλία). Με τις μετακινήσεις των ποιμένων, εκτός από τον ποιμενισμό των ζώων, γίνεται πώληση και ανταλλαγή κτηνοτροφικών προϊόντων στη Θεσσαλία και την Ήπειρο μέχρι την Αιτωλοακαρνανία. Στους Καλαρρύτες, εκτός από τους κτηνοτρόφους, συναντούμε και πολλούς εμπόρους, οι οποίοι επιδίδονται κατ’ αρχάς στο εμπόριο ακατέργαστων δερμάτων και ήδη από τον 18ο αιώνα βιοτεχνικά προϊόντα τους όπως μάλλινα υφάσματα, εξάγονται στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Οι φτωχότερες οικονομικά τάξεις ασχολούνται με τη ραπτική και με την ασημουργία, κάνοντας τον οικισμό ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα κατασκευής προϊόντων αργυροχοΐας. Στα εργαστήρια των Καλαρρυτών κατασκευάζονται τα περιφημότερα ασημικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα.
Η οικονομική, πολιτιστική και οικιστική ανάπτυξη της κοινότητας συμβαδίζει με την πνευματική.

Οι στενές σχέσεις του Αλή πασά με την κοινότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας της. Ο Αλής διατηρεί στενότατους δεσμούς με τους προεστούς των Καλαρρυτών και ανοίγει τον πρώτο δρόμο από τα Ιωάννινα προς το χωριό, όπου και παραθέριζε.
Οι περιηγητές W. Leake και F. Pouqueville, οι οποίοι επισκέφθηκαν την κοινότητα στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτύπωσαν στα περιηγητικά τους κείμενα την ευνομία, τον πολιτισμό, τις ωραίες οικοδομές, την ακμή του εμπορίου, τους μορφωμένους ανθρώπους, που μιλούσαν ξένες γλώσσες κλπ. Η αρχή του τέλους της οικονομική και εμπορικής ευρωστίας της κοινότητας είναι η επανάσταση, μαζί με την γειτονική κοινότητα του Συρράκου, κατά των Τούρκων στις αρχές Ιουλίου του 1821. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Οι προνομιούχοι κάτοικοι θα μετατραπούν σε πρόσφυγες.

Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα η βιοτεχνική δραστηριότητα ακολουθεί πτωτική πορεία με μειωμένη παραγωγή. Τα βοσκοτόπια, η μόνιμη και διαχρονική αξία του τόπου είναι η αιτία που οι κτηνοτρόφοι οδηγούνται και πάλι στην ορεινή κοινότητά τους. Συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους ανάμεσα στα θερινά και χειμερινά βοσκοτόπια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και ζουν από την πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων, των δερμάτων, του μαλλιού και του κρέατος των ζώων. Από το 1870 και έπειτα διαπιστώνεται οικιστική ανάκαμψη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου αλλά και της εξοικονόμησης χρημάτων στους τόπους μετανάστευσης. Αρκετοί Καλαρρυτινοί επιστρέφουν και ανοικοδομούν τα παλιά τους σπίτια. Πολλά από τα σημερινά σπίτια, έχουν κτιστεί την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα. Μετά την προσάρτηση του νομού Άρτας στην ελεύθερη Ελλάδα, με τα σύνορα του Ελληνικού κράτους να φτάνουν ως τον Καλαρρύτικο ποταμό, ελευθερώνονται οι Καλαρρύτες το 1881.

Τον πόλεμο του 1940-41 και την γερμανική κατοχή πληρώνουν με πολλές ανθρώπινες απώλειες, με οικονομικές και οικιστικές καταστροφές, όπως άλλωστε όλα τα χωριά της περιοχής. Στην Αντίσταση και τον εμφύλιο που διεξάγονται στα χωριά των Τζουμέρκων οι Καλαρρύτες συμμετέχουν ενεργά και γίνονται αποδέκτες των συνεπειών τους. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρόσκαιρη αύξηση του πληθυσμού, αφού πολλοί είναι εκείνοι που από τα αστικά κέντρα καταφεύγουν εκεί, για να αποφύγουν τις συνέπειες του πολέμου και της κατοχής. Στη μεταβατική δεκαετία 1950-60 οι ελάχιστοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν την επιβίωση των κατοίκων στην ορεινή περιοχή τους. Το δεύτερο κύμα αστυφιλίας και μετανάστευσης είναι αναπόφευκτο και αφήνει την κοινότητα με ελάχιστους κατοίκους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Ο Καλαρρυτινοί σκορπίζουν και πάλι. Στις μέρες μας οι Καλαρρύτες κουβαλούν ένα έντονο άρωμα του χθες, καθώς είναι μια ιστορική διατηρητέα κοινότητα που ακτινοβολεί από τη φυσική της ομορφιά και έχει γίνει πόλος έλξης πολλών Ελλήνων και ξένων επισκεπτών.

 

 

Η πεζοπορία ανάμεσα στα δυο χωριά:
Η πεζοπορία μας ξεκίνησε από το χωριό Συρράκο, προς το Φαράγγι του ποταμού Χρούσια! Ένα φαράγγι που βρίσκεται στο Νομό Ιωαννίνων και διασχίζεται από τον ποταμό Χρούσια, παραπόταμο του Καλλαρίτικου, που κατεβαίνει από τις κορυφές του όρους Περιστέρι με ορμή, σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες. Οι πλαγιές και το βάθος του φαραγγιού σκεπάζονται από δένδρα, θάμνους και σπάνια χλωρίδα. Στο βάθος υπάρχει ένας νερόμυλος, ο οποίος το καλοκαίρι λειτουργεί ως καφέ. Ένα ευδιάκριτο μονοπάτι συνδέει τα δύο απέναντι χωριά κατεβαίνοντας στο φαράγγι. Η πεζοπορία έχει μεγάλη υψομετρική διαβάθμιση: 1200μ.-900μ.-1100μ. με Χρόνο πορείας: 1,30 ώρες αλλά με μικρό βαθμό δυσκολίας. Κατάλληλη διαδρομή για όλους και pet friendly. Ελάχιστη όχληση στην αρχή του μονοπατιού από βοοειδή. Προσοχή μόνο στα χωριά, που συναντήσαμε κάποια σκυλιά, ευτυχώς φιλικά.

 


Που θα φάτε: Κορυφαία επιλογή για εμάς, αν δεν κινηθείτε σε πιο τουριστικά μέρη (πχ Πράμαντα), αποτελεί το Καφενείο Άκανθος του κ. Ναπολέων Ζαγκλή. Πιείτε τον καφέ σας και φάτε τα μεζεδάκια σας σε ένα από τα παλιότερα καφενεία στην Ελλάδας που λειτουργεί από το 1840! Μάλιστα η ζεστή αγκαλιά του κ. Ναπολέοντα, χωράει όλον τον κόσμο…. και τα ζωάκια σας, καθώς το καφέ είναι…. Ναι ….pet friendly!