Close

Destination

Τώρα που ο καιρός το επιτρέπει, τα οδικά ταξίδια αποτελούν μία πρώτης τάξεως επιλογή για μία γρήγορη απόδραση! Έτσι και εμείς δεν χάσαμε ευκαιρία και με το αυτοκίνητο κινηθήκαμε προς την Ήπειρο…και συγκεκριμένα στα Βόρεια Τζουμέρκα!
Ξεκινήσαμε από Γρεβενά και οδηγήσαμε μέσω Ανήλιου Μετσόβου, προς το πέρασμα Μπάρος! Μέσω του χωριού Χαλίκι Τρικάλων (Θεσσαλία), στρίψαμε δεξιά στην ταμπέλα που μας καθοδηγούσε για Τζουμέρκα!

 

Η διαδρομή στους πρόποδες του όρους Λάκμου, ήταν μοναδική, με το καταπράσινο τοπίο να εναλλάσσεται με τα υποαλπικά λιβάδια. Όσο κερδίζαμε υψόμετρο, το τοπίο γινόταν βραχώδες και άγριο αλλά υπέροχο. Ξέραμε ότι είχαμε αρχίσει να μπαίνουμε στην ζώνη του Πάσσο Μπάρο. Το πέρασμα Μπάρος είναι το σημείο που συνδέει οδικώς τη Θεσσαλία με την Ήπειρο και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα προσβάσιμα ορεινά περάσματα, από τα Βλαχοχώρια των Τρικάλων προς τα αντίστοιχα χωριά των Τζουμέρκων. Το υψόμετρο φτάνει σε ορισμένα σημεία τα 1900 μ. και φυσικά αποτελεί top οδικό προορισμό, ειδικά για τους λάτρεις του μηχανοκίνητου αθλητισμού!

 

Μέχρι και το 2017 ο δρόμος ήταν απροσπέλαστος, λόγω κατολισθήσεων και φυσικά χιονοπτώσεων. Αλλά η αποκατάσταση του, όχι μόνο επιτρέπει την άμεση πρόσβαση στα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων, αλλά και την μοναδική εμπειρία να οδηγείς στην Αλπική ζώνη του Λάκμου.
Ορόσημο αποτελεί το «Μνημείο Βάικα», τόπος συνάντησης φίλων και ταξιδιωτών στα 1600 μ. υψόμετρο περίπου. Σε όλη τη γύρω περιοχή, μικροί καταρράκτες τροφοδοτούν τον υδροφόρο ορίζοντα του Ασπροποτάμου! Ένα ευλογημένο τοπίο, που το μοιράζονται Θεσσαλοί και Ηπειρώτες.

 

Λίγο πιο πάνω, φτάνουμε στο πέρασα, με τις χαρακτηριστικές πινακίδες να μας ενημερώνουν για την χιλιομετρική απόσταση προς Ματσούκι, Καλαρρύτες και Συρράκκο! Αυτή τη φορά, κινηθήκαμε προς το Ματσούκι!

 

Το πλέον ερημωμένο χωριό, κάποτε έσφυζε από ζωή, όταν το πέρασμα Μπάρος εξυπηρετούσε την μετακίνηση των νομάδων! Με τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) και με την σύνδεση των χωριών της Θεσσαλίας με την Καλαμπάκα και τα Τρίκαλα και αντίστοιχα των Τζουμέρκων με τα Ιωάννινα και την Άρτα, το πέρασμα πέρασε σε αχρηστία, ενώ τα ορεινά χωριά ερημώθηκαν.

 

 Ένας από τους πολλούς ενεργούς καταρράκτες της περιοχής!

Μόνο το καλοκαίρι πλέον αποκτούν εκ νέου ζωή, ενώ σταδιακά αναδύονται ως σημαντικοί προορισμοί του εναλλακτικού τουρισμού.

 

Στις δυτικές πλαγιές της κορυφής Κακαρδίτσας Τζουμέρκων, και σε υψόμετρο 1100 μ., βρίσκεται το Ματσούκι, ένα αμιγώς βλάχικο χωριό. Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι, ασκούν ακόμα την κτηνοτροφία. Το όνομα του χωριού προέρχεται από το μακρύ ξύλο, το «ματσούκι», με το οποίο οι κάτοικοι, σκότωσαν ένα δράκο, σύμφωνα πάντα με τον τοπικό θρύλο. Το χωριό, δυσπρόσιτο ακόμα και σήμερα, ήταν απομονωμένο μέχρι και το 1981, όταν μια σιδερένια στρατιωτική γέφυρα τύπου Bailey γεφύρωσε το φαράγγι του Ματσουκιώτικου Ρέματος, επιτρέποντας την πλήρη σύνδεση με τα υπόλοιπα χωριά.

 

Το Ματσούκι διατηρεί αυτά τα υπέροχα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών χωριών της Ηπείρου. Καλντερίμια, πετρόκτιστες οικίες, μέσα σε ένα κατάφυτο τοπίο με τρεχούμενα νερά. Τα τρεχούμενα νερά, τα εκμεταλλεύτηκαν οι κάτοικοι, καθώς έφτιαξαν ένα παραδοσιακό νερόμυλο και δίπλα μία νεροτριβή, για να πλένουν τα ρούχα τους. Ο νερόμυλος αποτελεί διατηρητέο μνημείο από το 1992 και φυσικά εξαιρετικό αξιοθέατο για τους επισκέπτες.

 

Από αυτό το σημείο ξεκινά ανοδικό μονοπάτι 600 μ., ήπιας κλίσης προς το εκκλησάκι του Αγ. Αθανασίου. Η θέα από το εκκλησάκι είναι μοναδική, προς το χωριό και την κοιλάδα, ενώ ακούς τα τρεχούμενα νερά του Ρέματος.

 

Μόλις 2 χλμ από το χωριό, συναντάς τους καταρράκτες «Μπουρτένι» και «Καμήλι», δίπλα από τα σπήλαια Σταφυλάς και Γκούβα Μάρε, πρόσφατα εξερευνημένα από μέλη του Σπηλαιολογικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης «Πρωτέας». Το τοπίο είναι μοναδικό, ενώ ένα μικρό μονοπατάκι με σήμανση σε οδηγεί στο σημείο θέασης των καταρρακτών. Λίγο πιο χαμηλά, υπάρχει και το πέτρινο γεφύρι Σταφυλά, ένα μονότοξο γεφύρι με χαμηλό στηθαίο του 19ου αιώνα (1833-1890), που γεφύρωνε το Ματσουκιώτικο Ρέμα.

 

Μετά από αρκετή ώρα που χαζέψαμε τους καταρράκτες, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε μία ακόμα μικρή πεζοπορία, προς την Ιερά Μονή Βύλιζας, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Παίρνοντας τον δρόμο πίσω για το χωριό, μία πινακίδα ενημερώνει τον επισκέπτη για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει για να βρει την Μονή. Μετά από μόλις 5 λεπτά οδήγησης, παρκάραμε στην αρχή του μονοπατιού.

 

Το μονοπάτι, λιθόστρωτο, όπου σε ορισμένα τμήματα πραγματοποιούνταν εργασίες συντήρησης, ακολουθεί την πλαγιά πάνω από το Ματσουκιώτικο Ρέμα. Έχοντας στα πόδια μας το πανέμορφο τοπίο της χαράδρας, στα 1200 μέτρα από την αρχή του μονοπατιού, συναντάς την λιθόκτιστη ιστορική Μονή.

 

Η ονομασία «Βύλιζα», προέρχεται από την λατινική λέξη «vigil» που σημαίνει «επιφυλακή», καθώς λόγω της περίοπτης θέσης του στα 1050 μ., εποπτεύει όλα τα γύρω περάσματα. Σύμφωνα δε με μαρτυρίες περιηγητών, παλαιότερα στη Μονή υπήρχε κάποιο οχυρό, μη ορατό σε εμάς σήμερα. Το μοναστήρι θεωρείται ότι κτίστηκε περίπου τον 11ο αιώνα, αν και η χρονολογία κατασκευής δεν είναι ασφαλής. Χειρόγραφα και μία εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, χρονολογούνται το 1676, ανεβάζοντας ίσως την χρονολόγηση ίδρυσης της Μονής στα μέσα του 17ου αιώνα. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο, με μοναδικές σημαντικές τοιχογραφίες και μικρότερα παρεκκλήσια, όπως αυτό του Ιωάννη Προδρόμου, στον περίβολο του μοναστηριού. Η Μονή παρήκμασε τον 19ο αιώνα και ερήμωσε. Οι αναστηλωτικές εργασίες της δεκαετίας του 1990, έδωσαν εκ νέου ζωή και μετέτρεψαν την Μονή σε ένα από τα πιο όμορφα αξιοθέατα των Τζουμέρκων. Ωστόσο η γύρω περιοχή, έχει αρκετά ξωκλήσια, για τους λάτρεις του Εκκλησιαστικού Τουρισμού, με κορυφαίο το εκκλησάκι του Αγ. Αθανασίου, που αναφέραμε ήδη στο παρόν άρθρο.

 

Αφήνοντας πίσω τη Μονή Βύλιζας, αποφασίσαμε λόγω εγγύτητας, να επισκεφθούμε την Μονή Κηπίνας. Επάνω από το φαράγγι του Καλαρρύτικου ποταμού, στην είσοδο της σπηλιάς του κατακόρυφου βράχου είναι κτισμένο ένα από τα πιο εντυπωσιακά μοναστήρια της Ηπείρου. Πρόκειται για τη Μονή της Κηπίνας, που λέγεται ότι ονομάσθηκε έτσι από τους κήπους που καλλιεργούσαν οι μοναχοί της στη γύρω περιοχή.

 

Η μονή γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά τον 18ο αιώνα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την παράδοση, στη μονή λειτουργούσε κρυφό σχολειό, ενώ η σπηλιά που βρίσκεται στον βράχο χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο από τους κατοίκους της περιοχής. Τον 19ο αιώνα η μονή εγκαταλείφθηκε και το 1931 έγινε μετόχι της μονής Τσούκας. Η πρόσβαση στη μονή γίνεται από ένα μονοπάτι που είναι λαξευμένο στον βράχο και μια κρεμαστή ξύλινη γέφυρα, την οποία σήκωναν οι μοναχοί για να αποκόπτουν την πρόσβαση. Το καθολικό έχει ως στέγη τον φυσικό βράχο, που έχει λαξευτεί έτσι ώστε να σχηματίζει θόλο. Είναι μικρή μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα και στο εσωτερικό σώζονται τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα. Από τον πρόναο του ναού ξεκινά η σπηλιά που φθάνει σε μήκος 240 μέτρων, αλλά δεν είναι επισκέψιμη για το ευρύ κοινό, παρά μόνο από εκπαιδευμένους σπηλαιολόγους. Το στεγνό σπήλαιο της Μονής επρόκειτο ουσιαστικά για παλιά κοίτη υπόγειου ποταμού με τη στάθμη του νερού να βρίσκεται 60 μέτρα χαμηλότερα, αφού στη βάση της ορθοπλαγιάς υπάρχει ενεργό υπόγειο ποτάμι με σιφόνι στα πρώτα 20 μέτρα. Δείτε το σχετικό βίντεο της υποβρύχιας εξερεύμησης, εδώ. Το σπήλαιο χαρτογραφήθηκε σε αποστολή του Πρωτέα το 2017, ενώ πραγματοποιήθηκε και σπηλαιοκατάδυση την ίδια χρονιά, στο ενεργό σπηλαιοποτάμι της μονής.

 

Μετά την Μονή Κηπίνας, η πείνα μας ήταν μεγάλη, για αυτό κινηθήκαμε προς Πράμαντα! Εκεί πραγματοποιήσαμε μικρή επίσκεψη στο χωριό. Τα Πράμαντα είναι ορεινό χωριό του Νομού Ιωαννίνων, αποτελεί έδρα της ομώνυμης τοπικής κοινότητας, και σύμφωνα με το «Πρόγραμμα Καλλικράτης» από 1/1/2011 ανήκει στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων αποτελώντας ταυτόχρονα έδρα του. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 828 μέτρων περίπου στις βόρειες υπώρειες των Τζουμέρκων. Εγγύς του βρίσκονται τα χωριά Κτιστάδες, Μελισσουργοί και Τσόπελα απέχοντας από αυτά έξι, πεντέμισι και δύο χλμ. αντίστοιχα. Απέχει από τα Ιωάννινα 58,5 χλμ. και 66 χλμ. από την Άρτα. Το χωριό είναι κτισμένο στους πρόποδες της Στρογγούλας, ενός εντυπωσιακού βουνού.

 

Φτάνουμε στην κεντρική πλατεία του χωριού που ομορφαίνει από τον ίσκιο ενός υπεραιωνόβιου πλάτανου και από την παρουσία μιας παλιάς ιστορικής βρύσης με την ονομασία Αράπης. Συναντούμε την προστάτιδα των νερών Αγία Παρασκευή, στην οποία είναι αφιερωμένος Ιερός Ναός που χρονολογείται στον 16ο αιώνα, στην κεντρική πλατεία.

 

Η Αγ. Παρασκευή

Εκεί κάνουμε την μεγάλη μας στάση για φαγητό και γλυκό. Οι ταβέρνες στην πλατεία αρκετές, με εκλεκτό φαγητό και ειδικά ντόπια κρέατα. Καθίσαμε σε εξωτερικό χώρο, στη ταβέρνα της περιοχής «Ο Μπούτζας». Ακριβώς πίσω από τον ναό της Αγίας Παρασκευής, στην πανέμορφη πλατεία του χωριού η ταβέρνα του Μπούτζα αποτελεί σταθερή αξία καθώς από το 1957 προσφέρει ανελλιπώς εξαιρετικά κρέατα κατευθείαν από το κρεοπωλείο της οικογένειας. Αλλά και τα τοπικά γλυκά ήταν εξαιρετικά! Και όπως χαρακτηριστικά τονίζουν οι ιδιοκτήτες της ταβέρνας: το κρέας του Μπούτζα δεν παχαίνει……ομορφαίνει !!!


Μετά την στάση για φαγητό, συνεχίσαμε στο Σπήλαιο Ανεμότρυπα! Το σπήλαιο βρίσκεται λίγο έξω από τα Πράμαντα κάτω από την επιβλητική Στρογγούλα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 900 μέτρων και είναι το μοναδικό αξιοποιημένο τουριστικά σπήλαιο των Τζουμέρκων. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1960 από 2 άτομα της περιοχής. Πρόκειται για ενεργό υπόγειο ποτάμι με το νερό να εισέρχεται από μικρή οπή με συνεχή παροχή όλο το χρόνο. Παρουσιάζει εντυπωσιακό λιθωματικό διάκοσμο και μοναδικές λίμνες υπερχείλισης (γκουρ), κυρίως μετά την τουριστική διαδρομή. Ομάδα σπηλαιολόγων πραγματοποίησαν το 2017 επίσκεψη, στο μη τουριστικά αξιοποιημένο τμήμα του.

 

Η είσοδος στα κατοικίδια απαγορεύεται, ωστόσο υπάρχει χώρος και σχετική ασφάλεια στο καφέ/αναψυκτήριο που λειτουργεί στο σπήλαιο για να αφήσετε προσωρινά το κατοικίδιο σας. Εναλλακτικά, αν είναι μικρό σε μέγεθος, μπορείτε να το πάρετε μαζί σας σε σακίδιο μεταφοράς. Η επίσκεψη στο σπήλαιο δεν ξεπερνά τα 20-30 λεπτά, ενώ υπάρχει σχετική ξενάγηση από υπάλληλο του Δήμου Τζουμέρκων.

Τελευταία στάση, στο ταξίδι μας στα Τζουμέρκα, οι Καταρράκτες του ομώνυμου χωριού! Το χωριό Καταρράκτης είναι μέρος του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων. Ο Καταρράκτης έχει πληθυσμό 127 κατοίκους και υψόμετρο 800 μ. Το χωριό πήρε το όνομά του από τους δίδυμους καταρράκτες που βρίσκονται μόλις 5 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού. Οι καταρράκτες έχουν συνεχή ροή νερού μόνο από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιούνιο καθώς στεγνώνουν το καλοκαίρι. Είναι προσπελάσιμοι από λιθόστρωτο μονοπάτι και για ευκολότερη περιήγηση στη βάση τους υπάρχει ξύλινο γεφυράκι. Τέλος στον χώρο λειτουργεί υπαίθριο αναψυκτήριο, με πίτες και δροσερά ροφήματα, για ένα ωραίο χαλαρωτικό διάλειμμα, πριν την επιστροφή στην πόλη της Άρτας!

 

Ο δρόμος σε αυτό το σημείο διχοτομείται. Για όσους κινηθούν πρός Άρτα, μην παραλείψετε μία στάση στο υπέροχο γεφύρι της Πλάκας, ενώ σας θυμίζουμε για τους λάτρεις της πεζοπορίας, ότι πλησίον του γεφυριού, ξεκινά το υπέροχο παραποτάμιο «Μονοπάτι της Βίδρας», στο οποίο έχουμε ήδη κάνει σχετικό αφιέρωμα. Επίσης για τούς λάτρεις των extreme sports, προσφέρονται river trekking & rafting στον ποταμό Άραχθο.

 

Bonus hard core travel tip: Για τους λάτρεις της περιπέτειας, της ιστορίας και των off road διαδρομών, σας προτείνουμε το εξής: Με κατεύθυνση για Γιάννενα, υπάρχει, επί του ποταμού Αράχθου, το άγνωστο σε πολλούς Γεφύρι Παπαστάθη. Kάντε τον κόπο να περάσετε από την Ανατολική Ιωαννίνων. Σε μικρή απόσταση από το χωριό Ανατολική βρίσκεται το γεφύρι Παπαστάθη, το οποίο γεφυρώνει τον Άραχθο ποταμό και εξυπηρετούσε την επικοινωνία των κατοίκων των χωριών της οροσειράς Περιστερίου και Τζουμέρκων με τα Ιωάννινα. Χτίστηκε το 1746 με χρήματα που συγκέντρωσε με κόπο ο μοναχός Αγάπιος της Μονής Βίλιζας. Γεφυρώνει τον Άραχθο ποταμό. Ήταν πολύ μεγάλη η ανάγκη να γίνει το γεφύρι γιατί ο Άραχθος σε αυτό το σημείο έπνιγε κάθε χρόνο 3 με 4 ανθρώπους. Εκεί κοντά υπήρχε χάνι για τους ταξιδιώτες και τους αγωγιάτες. Το γεφύρι ένωνε μεταξύ άλλων τα Γιάννενα με τα χωριά Συρράκο και Καλαρρύτες Τζουμέρκων. Ο Ηπειρώτης ποιητής Κώστας Κρυστάλλης σε ένα διήγημά του περιγράφει μια διαδρομή μέσω γέφυρας Παπαστάθη. Ο τοπικός μύθος λέει πως όταν ο Άραχθος αγριεύει και κάνει μεγάλες κατεβασιές το βράδυ μπορεί κάποιος να ακούσει τις φωνές ενός Αράπη και ενός κόκορα οι οποίοι χτίστηκαν στα θεμέλια του γεφυριού.

Πρόκειται για πέτρινη κατασκευή, αληθινό κομψοτέχνημα, άρτιο αισθητικά και τέλεια κατασκευασμένο. Έχει συνολικό μήκος στην άνοψη 90μ. και αποτελείται από τέσσερα μεγάλα τόξα (καμάρες) και τρία μικρά ανακουφιστικά. Το εξωρράχιο της γέφυρας είναι καλντερίμι και τα προστατευτικά στηθαία είναι πέτρινα. Η γέφυρα υπέστη ζημιές, όταν βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς το 1942. Αποτελεί ιστορικό κειμήλιο για την ευρύτερη περιοχή και πρόκειται για αληθινό κομψοτέχνημα, στολίδι λαϊκής αρχιτεκτονικής στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος επιβίωσης και επικοινωνίας των κατοίκων της εποχής εκείνης.

Πώς θα πάτε: Αυτό το στολίδι της λαϊκής ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής είναι δυστυχώς δυσπρόσιτο. Μέσα στη χαράδρα του Άραχθου ποταμού, μεταξύ Δρίσκου και Ανατολικής βρίσκεται καλά κρυμμένο. Από το χωριό Ανατολική 30 χλμ από τα Ιωάννινα, κατεβαίνουμε περίπου 4 χλμ σε κακά διατηρημένο χωματόδρομο προς το ποτάμι. Το αποτέλεσμα βέβαια θα σας αποζημιώσει αλλά μην το επιχειρήσετε με συμβατικό ΙΧ. Επίσης σε πολλά σημεία ο δρόμος είχε πέσει και σχετικές πινακίδες προειδοποιούσαν τους οδηγούς, για παρέλευση με ιδία ευθύνη.